καλάνδρα

καλάνδρα
(Calandra). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Είναι μικρά, μαύρα ή γαλαζόμαυρα σκαθάρια (κάνθαροι) με μακρύ σώμα και ρύγχος που μοιάζει με προβοσκιδοειδή απόφυση. Τα σημαντικότερα είδη είναι η κ. που προσβάλλει το σιτάρι και η κ. του ρυζιού, κοσμοπολιτικά είδη με σχεδόν όμοιες συνήθειες. Το πρώτο έχει μήκος 2 χιλιοστά και το δεύτερο 3 χιλιοστά. Έχουν στενό σώμα και καστανό χρώμα, ενώ το ρύγχος τους μακραίνει σχηματίζοντας ρόστρο. Τα θηλυκά άτομα αφήνουν τα αβγά τους στο εσωτερικό των σπερμάτων ορισμένων δημητριακών (κυρίως του σιταριού και του ρυζιού) που είναι αποθηκευμένα. Οι προνύμφες που γεννιούνται τρέφονται από τις αμυλώδεις ουσίες των κόκκων του σιταριού, αδειάζοντας το σπέρμα· στη συνέχεια μεταμορφώνονται στην κοιλότητα που σχηματίζουν. Είναι πολύ βλαβερά έντομα, επειδή πολλαπλασιάζονται γρήγορα και σε μεγάλο αριθμό. Προσβάλλουν διάφορα ζυμαρικά από αλεύρι σιταριού ή ρυζιού. Η συνηθισμένη καταπολέμηση των εντόμων αυτών γίνεται με ψεκασμούς με απολυμαντικά, αν και η εξάπλωσή τους συχνά περιορίζεται από τη δράση άλλων εντόμων και παρασίτων που ζουν σε βάρος των ειδών αυτών. Κ. ονομάζεται και το πουλί σουσουράδα.
* * *
η ζωολ.
γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας κουρκουλιονίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάλανδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Kassandra (Gemeinde) — Gemeinde Kassandra Δήμος Κασσάνδρας (Κασσάνδρα) …   Deutsch Wikipedia

  • γαλιάντρα — Στρουθιόμορφο πτηνό με γκρίζο φτέρωμα και δύο μαύρα στίγματα στις άκρες του στήθους, κάτω από τον λαιμό, με μελωδικό κελάηδημα. Η επιστημονική ονομασία του είναι κορυδαλλός ο κάλαντρος. Κατασκευάζει τη φωλιά του στο έδαφος και τα αβγά του έχουν… …   Dictionary of Greek

  • κάλανδρος — ο (Α κάλανδρος) είδος κορυδαλλού, καλάνδρα*, γαλιάντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. νδρος (πρβλ. κορία νδρος, μαίαν νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • κουρκουλιονίδες — (curculionidae). Μεγάλη οικογένεια εντόμων, της τάξης των κολεοπτέρων. Οι κ., που περιλαμβάνουν περισσότερα από 40.000 είδη –με παγκόσμια εξάπλωση– ταξινομημένα σε διάφορες υποοικογένειες, έχουν διαστάσεις 0,6 35 χιλιοστά, με μέσο μήκος τα 10… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”